στέγαρχος

στέγαρχος
ὁ, Α
οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στέγαρχος — master of the house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγαρχον — στέγαρχος master of the house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”